R.E.M. – Murmur |
Τalk About The Passion |
|
|
|
|
Οι
R.E.M. έχουν παγιωθεί στην
συνείδηση του κοινού για μία εικοσαετία σχεδόν ως ένα από τα πλέον
επιτυχημένα rock σχήματα, με ό,τι βεβαίως αυτό συνεπάγεται (δημοσιότητα,
μεγάλες πωλήσεις, τεράστια δισκογραφικά συμβόλαια και αστρονομικές
γενικά αμοιβές κλπ). Είναι βέβαιο ότι πολύς κόσμος σήμερα πια έχει
ξεχάσει ενώ σίγουρα πολλοί αγνοούν, ότι οι R.E.M αποτελούσαν μέρος του
πρώτου κύματος της αμερικάνικης εναλλακτικής rock σκηνής της δεκαετίας
του ’80, μαζί με εξαιρετικά σχήματα όπως οι Dream Syndicate ή οι Feelies
για να παραθέσουμε απλώς μερικά. Τα περισσότερα από αυτά τα γκρουπ,
παρά την τεράστια μουσική αξία τους, δεν γνώρισαν την αναγνώριση από ένα
ειδοποιημένο κοινό, αποκτώντας στην καλύτερη το status του cult
συγκροτήματος. Εξαίρεση (που στην ουσία απλώς και μόνο επιβεβαιώνει τον
κανόνα) αποτέλεσαν οι R.E.M.. Ξεκινώντας με ένα από τα εντυπωσιακότερα
ντεμπούτα στην ιστορία του rock, το Murmur, κατόρθωσαν να αποτελέσουν
την πιο τρανταχτή ίσως απόδειξη ότι η εμπορική επιτυχία δεν συνεπάγεται
αυτομάτως παραχωρήσεις ή εκπτώσεις στην ποιότητα.
|
|
Το
Murmur κυκλοφόρησε στις 12 Απριλίου του 1983 για την εταιρεία
I.R.S.,
η οποία κυκλοφόρησε και τα επόμενα πέντε άλμπουμ του γκρουπ (για την
I.R.S. ηχογραφούσαν μεταξύ άλλων οι Fleshtones, οι Cramps και οι Wall of
Voodoo). Η αρχή της δεκαετίας του ’80 ήταν η εποχή ακριβώς που ένα
μεγάλο μέρος της underground σκηνής ήθελε να προχωρήσει πέρα από το punk
rock, το οποίο για πολλούς φαίνονταν να έχει κάνει ήδη τον κύκλο του. Η
αναζήτηση μίας εναλλακτικής μουσικής προσέγγισης, όπως πολύ συχνά
συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, οδήγησε σε μία στροφή στο παρελθόν
και ιδιαίτερα στον ανεξάντλητο σχεδόν πλούτο της μουσικής της δεκαετίας
του ’60. Η έμπνευση που πηγάζει από αυτή την δεκαετία χαρακτήρισε τον
ήχο των R.E.M. από την πρώτη στιγμή. Είναι προφανής στην αρχική τους
ηχογράφηση, το ΕΡ
Chronic Town που είχε κυκλοφορήσει το 1982, είναι εμφανής και στο Murmur. Το παίξιμο του
Peter Buck στην κιθάρα φέρνει αναπόφευκτα στο μυαλό τους Byrds. O
Mike Mills
χρησιμοποιεί ένα κλασικό μπάσο Rickenbacker, το οποίο δίνει ένα moody
χρώμα στον ήχο, που φέρνει στο μυαλό πάρα πολλά αμερκάνικα σχήματα της
δεκαετίας αυτής. Η επιρροή της folk και της ψυχεδελικής pop, ακόμα και
των Velvet Underground, είναι επίσης υπαρκτή. Κανένα όμως από αυτά τα
στοιχεία δεν είναι τόσο έντονο ώστε να αφήνει ένα ανεξίτηλο στίγμα.
Είναι αντίθετα το προσωπικό συνθετικό ύφος των R.E.M. (οι συνθέσεις
υπογράφονταν συλλογικά από όλα τα μέλη του γκρουπ δηλαδή από τους
Bill Berry, Peter Buck, Mike Mills και Michael Stipe),
καθώς και η ιδιόμορφη στιχουργική προσέγγιση του Stipe, συχνά δυσνόητη,
ποτέ απόλυτα προφανής, τα στοιχεία που έκαναν το Murmur να ξεχωρίσει
τόσο έντονα.
Αν και το πρώτο single του δίσκου ήταν το
"Radio Free Europe"
(στο δίσκο περιλαμβάνεται σε διαφορετκό mix), ένα ομορφο κιθαριστικό
pop κομμάτι με δυνατό ρυθμό, οι πιο μελωδικές στιγμές ήταν αυτές που
πραγματικά απογείωσαν τον δίσκο, όπως το
"Laughing", το πολύ όμορφο
"Talk About the Passion" (δεύτερο single του δίσκου) αλλά ίσως πάνω από όλα το υπέροχο
"Perfect Circle",
μία από τις καλύτερες συνθέσεις του γκρουπ κατά την γνώμη μου αλλά και
από τα τραγούδια που εκείνη την πρώτη περίοδο βρίσκονταν πιο ψηλά στις
προτιμήσεις των fans. Στα τραγούδια αυτά γίνεται για πρώτη φορά έντονο
το εντελώς ιδιαίτερο συνθετικό στίγμα των R.E.M. που χαρακτηρίζεται από
μία γλυκιά μελαγχολία, η οποία τονίζεται ακόμα περισσότερο από την
υπέροχη ερμηνεία του Stipe. Από κει και πέρα, κομμάτια όπως το
"Catapult", τα
"Sitting Still" και
"West of the Fields"
αποτελούν δείγματα του πρώιμου ήχου των R.E.M. καθώς στηρίζονται σε
καλές μελωδίες, ενώ συγχρόνως είναι αρκετά ρυθμικά. Iδιαίτερη μνεία
αξίζει στο
"Shaking Through" που αποτελεί ένα εξαιρετικό folk στην βάση του κομμάτι αλλά κυρίως στο
"We Walk",
ένα τραγούδι που ξεκινά με μία απλή, σχεδόν παιδική μελωδία, για να
εξελιχθεί μέσα σε ελάχιστες μουσικές φράσεις σε ένα πανέμορφο
μελαγχολικό κομμάτι. Οι παραγωγοί του άλμπουμ
Mitch Easter και
Don Dixon
από την πλευρά τους, είχαν την έμπνευση να αφήσουν το γκρουπ να παίξει
κατά το δυνατόν ελεύθερα, προσπαθώντας να παρεμβαίνουν μόνο για να
διορθώσουν πολύ προφανή λάθη. Αυτό άφησε το γκρουπ ελεύθερο να
διαμορφώσει τα κομμάτια του, με τα γνωστά εκπληκτικά εν τέλει
αποτελέσματα.
Το Murmur έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους κριτικούς, ιδιαίτερα μάλιστα από τον Βρετανικό μουσικό Τύπο. Το
NME προέτρεπε τους αναγνώστες του «Buy! Buy! Buy!». Το
Rolling Stone's
το χαρακτήρισε ως το καλύτερο άλμπουμ του 1983, αφήνοντας πίσω από αυτό
το Thriller του Michael Jackson με τις τεράστιες πωλήσεις, το
Synchronicity των Police και το War των U2. Η ιστορία μάλλον δικαίωσε
την επιλογή αυτή, που όμως για την εποχή ήταν αρκετά τολμηρή, καθώς
μάλιστα το Murmur δεν ξεπέρασε το νούμερο 36 στο album chart του
Billboard πουλώντας έως το τέλος του 1983 μόνο 200.000 κόπιες (μόνο
αργότερα, το 1991, έγινε χρυσό φτάνοντας τις 500.000 πωλήσεις).
Η
σημασία του Murmur ξεπερνά τα στατιστικά στοιχεία. Ήταν το Murmur που
έδωσε πίστη στους R.E.M για τις δυνατότητές τους. Ήταν συγχρόνως αυτό
που για πρώτη φορά φανέρωσε σε κοινό και κριτικούς το τεράστιο ταλέντο
αυτών των μουσικών και εν τέλει αποτέλεσε την τέλεια αφετηρία για αυτό
που σήμερα αναγνωρίζεται δικαίως ως μία από τις εντυπωσιακότερες
μουσικές διαδρομές στο rock.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου