Ο Johnny Marr αναμφίβολα αποτελεί έναν απο τους κορυφαίους Βρετανούς κιθαρίστες των τελευταίων τριάντα χρόνων. Η θητεία του στους Smiths αποτελεί το διαβατήριο του για τέτοιους χαρακτηρισμούς.
Στα λίγα χρόνια που υπήρξε το θρυλικό συγκρότημα από το Manchester ο Johnny Marr κατάφερε, ως ο αποκλειστικός συνθέτης τους, να σκαρφιστεί ορισμένα από τα πιο εφάνταστα και σπουδαιότερα κιθαριστικά riffs. Από τότε πλήθος εκκολαπτόμενων indie κιθαριστών έχουν επιχειρήσει να κοπιάρουν το ύφος του , οι περισσότεροι με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Επιπλέον πάρα πολλοί μουσικοί έχουν αναγνωρίσει τον Marr ως μία από τις βασικές επιρροές τους. Εικοσιπέντε χρόνια έχουν περάσει πλέον από την διάλυση των Smiths και όλα αυτά τα χρόνια ο Johnny Marr έχει συχνή παρουσία είτε ως μέλος των Electronic (project που έφτιαξε μαζί με τον Bernard Sumner ), των Modest Mouse και των Gribbs, είτε συμμετέχοντας ως guest σε δίσκους άλλων συγκροτημάτων (Pet Shop Boys, The The κ.α.). Καπως έτσι, καθώς φέτος συμπληρώνει τα πενήντα του χρόνια, αποφάσισε να κυκλοφορίσει τον πρώτο του προσωπικό δίσκο (το προ δεκαετίας album των Johnny Marr & The Healers δεν λογίζεται ως προσωπικό). Αρκετά χρόνια αναμονής για έναν τόσο αναγνωρισμένο μουσικό να κάνει το βήμα της τοποθέτησης του ονόματός του στο εξώφυλλο ενός δίσκου.
Στο The Messenger ο Marr αναλαμβάνει τα φωνητικά του δίσκου, κάτι που πάντα ήταν πρόκληση για έναν μουσικό, αφού δεν συνεπάγεται ότι ένας καλός κιθαρίστας μπορεί να ανταποκριθεί και στα καθήκοντα του τραγουδιστή. Ακούγοντας τον δίσκο εύκολα διαπιστώνουμε ότι η φωνή του Marr μπορεί να μην έχει κάτι το ιδιαίτερο αλλά στέκεται αξιοπρεπώς και υποστηρίζει με επάρκεια τις συνθέσεις του. Μουσικά το ύφος του The Messenger φλερτάρει έντονα με την εποχή της brit pop, βασιζόμενο σε εύκολα και χαρούμενα κιθαριστικά μέρη που καθορίζουν το κλίμα ολόκληρου του δίσκου. Κάτι τέτοιο θα έμοιαζε συμπαθητικό για τις συνθετικές δυνατότητες αρκετών μουσικών, όχι όμως και για τον Marr, που με την παρουσία του στους Smiths , καθόρισε όσο λίγοι την πορεία της ανεξάρτητης σκηνής. Το εναρκτήριο The Right Thing Right θα μπορούσε να ανήκει στους New Order αν αυτοί είχαν περισσότερες κιθάρες και λιγότερα πλήκτρα. Το I Want The Heartbeat και το Upstairs χαρακτηρίζονται από το up-tempo ύφος τους και μας επαναφέρουν εμάς τους thirty something στην εποχή της εφηβείας μας, που συνέπεσε με μέρες δόξας για την Γηραιά Αλβιώνα. Το European Me ίσως είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του δίσκου με μελωδία που κολλάει στο κεφάλι και άνετα μπορεί να συμπεριληφθεί στη set list σε party Oasis vs Blur. Γενικά το The Messenger αποτελείται από ενδιαφέροντα κομμάτια με κιθαριστικά μέρη που δείχνουν την αξία του εμπνευστή τους, αλλά δεν έχει το κάτι παραπάνω που θα απογείωνε τον δίσκο. Εξάλλου η παρουσία και οι στίχοι του Morrissey να ήταν τελικά οι σημαντικοί παράγοντες που ο Marr έγραψε το There Is A Light That Never Goes Out. Αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία (το κεφάλαιο Morrissey) και το γεγονός παραμένει ότι ο Johnny Marr σε ηλικία εικοσιτεσσάρων χρονών, όταν και έπαψαν να υπάρχουν οι Smiths, είχε ήδη καταθέσει όλα τα πραγματικά σπουδαία τραγούδια που συνέθεσε στην καριέρα του. Από εκεί και πέρα έχει εξασφαλίσει το δικαίωμα οι πάντες να θέλουν να παίξει μια νότα στον δίσκο τους, ο ίδιος να κυκλοφορεί ότι θέλει χωρίς το άγχος να αποδείξει κάτι και όταν επιτίθεται στον David Cameron μέσω Twitter να δημιουργείται αναταραχή στα social media.
# tania for the sound web radio #
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου