Τα Rockumentaries, είναι πάρα πολλά και μέχρι στιγμής, καλύπτουν μία παραγωγική περίοδο 46 χρόνων που σε αφήγηση, αφορούν εφτά …δεκαετίες.
Ο όρος Rockumentary είναι μία λέξη portmanteau. Είναι δηλαδή συνδυασμός δύο λέξεων που παράγουν μία τρίτη. Στην προκειμένη περίπτωση, οι λέξεις Rock & Documentary, παράγουν τη λέξη Rockumentary και όπως αντιλαμβάνεσαι, σημαίνει ντοκιμαντέρ για τη Rock μουσική. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Bill Drake στα 1969 στη ραδιοφωνική εκπομπή “The History of Rock
‘n’ Roll”. Το περιοδικό Rolling Stone χρησιμοποίησε τη λέξη για να
περιγράψει τη ραδιοφωνική αυτή εκπομπή που αφορούσε στους πιο σπουδαίους
καλλιτέχνες της Rock
μουσικής μέχρι τότε. Ένας παρεμφερής όρος, είναι η λέξη Mockumentary
που έχει περίπου την ίδια ερμηνεία, με τη διαφορά ότι αφορά σε σατιρικά ή
χιουμοριστικά ντοκιμαντέρ.
Τα Rockumentaries λοιπόν, είναι πάρα πολλά και μέχρι στιγμής, καλύπτουν μία παραγωγική περίοδο 46 χρόνων που σε αφήγηση, αφορούν εφτά …δεκαετίες.
Ξεκινάμε…
Αφορά στη ζωή του George Harrison (1943-2001), από τα πρώιμα χρόνια στο Liverpool, μέχρι το φαινόμενο της Beatlemania, τα ταξίδια στην Ινδία και την επιρροή της Ινδικής μουσικής αλλά και της Ινδικής κουλτούρας στη μουσική του και στη ζωή του. Από τα χρόνια της καριέρας του με τους Beatles μέχρι τις δραστηριότητες και τα ενδιαφέροντά του. Περιέχει επίσης videos που δεν έχουν προηγουμένως δημοσιοποιηθεί, καθώς και συνεντεύξεις από την Olivia και τον Dhani Harrison.
Μετά τον θάνατο του George στα 2001, αρκετές εταιρίες παραγωγής πλησίασαν την Olivia προκειμένου να πάρουν τη συγκατάθεσή της για την παραγωγή ενός φιλμ που θα αφορούσε στη ζωή του συζύγου της, αλλά εκείνη αρνήθηκε, γιατί επιθυμούσε να διηγηθεί τη ζωή του μέσα από το βίντεο-αρχείο της. Έδωσε όμως το “οκ” στον Scorsese, και υπέγραψε σαν παραγωγός. Σύμφωνα με τον Scorsese, ήταν κάτι που το ήθελε πάρα πολύ, γιατί πάντα τον απασχολούσε.
"Όσο περισσότερο ζεις στον υλικό κόσμο, τόσο έχεις ανάγκη για αναζήτηση, για ηρεμία και για ανάγκη να μην αποσπάται η προσοχή σου από τα υλικά στοιχεία που σε περιτριγυρίζουν. Η μουσική του ήταν για μένα πάρα πολύ σημαντική και το καλλιτεχνικό του ταξίδι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Το φιλμ, είναι μία εξερεύνηση. Δεν ξέρουμε. Νοιώθουμε ταξιδεύοντάς το."
Έτσι, ανάμεσα στα 2008 και 2009, ο Scorsese δούλευε εναλλακτικά πότε με το Shutter Island και πότε με το ντοκιμαντέρ.
Η πρεμιέρα του, έγινε στο Liverpool στις 2 Οκτωβρίου του 2011 και μεταδόθηκε σε δύο μέρη στις ΗΠΑ και στον Καναδά (5 & 6 Οκτωβρίου) και επίσης σε δύο μέρη στη Μεγάλη Βρετανία (12 & 13 Νοεμβρίου).
Ο Martin Scorsese ιχνηλατεί τη ζωή του Bob Dylan, και εστιάζει στην περίοδο 1961-1966. Ανάμεσα δηλαδή στην άφιξη του Dylan στη Νέα Υόρκη (Ιανουάριος 1961) και στο ατύχημα με τη μηχανή του (Ιούλιος 1966). Η περίοδος αυτή συμπυκνώνει την άνοδο του Dylan σαν folk είδωλο και τη διαμάχη που ξέσπασε με την αλλαγή του ύφους της μουσικής του σε ηλεκτρικό Rock.
Η παραγωγή του No Direction Home άρχισε να παίρνει “σάρκα και οστά” όταν ο μάνατζερ του Dylan, Jeff Rosen, άρχισε να συλλέγει τις συνεντεύξεις που είχαν δώσει διάφοροι φίλοι του Bob. Ανάμεσά τους και οι συνεντεύξεις του ποιητή Allen Ginsberg, του folk τραγουδιστή Dave Van Ronk (πέθαναν και οι δύο πριν ολοκληρωθεί το φιλμ), και της παλιάς φίλης του Dylan, Suze Rotolo που δήλωσε στο περιοδικό Rolling Stone απόλυτα ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα. Σύμφωνα με ανώνυμη πηγή του περιοδικού Rolling Stone, ο ίδιος ο Dylan δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για την παραγωγή του No Direction Home. Έτσι, όταν ο Rosen συγκέντρωσε το υλικό, χρειάστηκε κάποιον να το μοντάρει και αυτός ήταν ο Martin Scorsese.
Ο τίτλος του, προέρχεται από έναν στίχο του τραγουδιού του Dylan, "Like a Rolling Stone", που βρίσκεται στο album, Highway 61 Revisited και η φωτογραφία που το συνοδεύει, δείχνει τον Dylan να στέκεται στο σημείο του Aust Ferry στο Gloucestershire της Αγγλίας, λίγο πριν τα εγκαίνια της Severn Bridge που το κατήργησε.
Οι Band μας αποχαιρετούν (σαν μπάντα) με αυτή τη συναυλία στο Frisco Bash προσκαλώντας φίλους όπως οι Paul Butterfield, Eric Clapton, Neil Diamond, Dr. John, Bob Dylan, Joni Mitchell, Van Morrison, Muddy Waters, Ron Wood & Neil Young και ο Scorsese
κάνει ένα υποδειγματικό ντοκιμαντέρ, είναι υποψήφιος για 4 βραβεία και
κερδίζει ένα. Μπορεί να λένε διάφορα για τα κινηματογραφικά Woodstock & Monterey, αλλά είναι γεγονός ότι το Last Waltz, είναι κινηματογραφικά το καλύτερο και με διαφορά.
Το φεστιβάλ στο Altamont, μπορεί να έκλεισε μαυρίζοντας τη σελίδα της δεκαετίας του ’60, αλλά το κοντσέρτο για το Bangladesh,
άνοιξε τη σελίδα δεκαετίας του ’70, υποδειγματικά. Είναι η συναυλία που
άνοιξε το δρόμο για τα Band Aid, Farm Aid, Live Aid κλπ… Η ιδέα, η
διοργάνωση και η διεκπεραίωση οφείλεται στον George Harrison και σκοπό είχε, την οικονομική βοήθεια του πληθυσμού του Bangladesh.
Έγινε στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης τον Αύγουστο του 1971 και πρόκειται για μία καταπληκτική συναυλία. Με τέτοια ονόματα που συμμετείχαν, δεν ήταν δυνατόν να μην πάει καλά. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν και η παρουσία του George που ήταν πανταχού παρών. Είχε αναλάβει τα πάντα. Σεμνός, ήσυχος και γνωστός για τις φιλανθρωπικές του δραστηριότητες, έδωσε με τη συναυλία αυτή, μία τονωτική θεραπεία στην πληγή που άφησε το Altamont. Το κοντσέρτο για το Bangladesh, ήταν –το δίχως άλλο- η στιγμή του George. Ο τρόπος και τα λόγια που χρησιμοποιούσε για να παρουσιάζει τους καλεσμένους του, τους φίλους του. Σεμνότατος και ευγενής. Αληθινός καλλιτέχνης.
Highlights από το φιλμ, ο Mal Evans με τα σφυριά του για την ηχογράφηση του “Maxwell’s Silver Hammer”, η Yoko και ο John που χορεύουν βαλς στο “I Me Mine” του George και η περίφημη σκηνή με την κόντρα μεταξύ Paul & George, όπου ο Paul κριτικάρει ένα riff που παίζει ο George στο τραγούδι “Two Of Us” και ο George να απαντάει: “Πες μου τι θέλεις να παίξω και θα το παίξω. Αν θέλεις να μην παίξω καθόλου, δεν θα παίξω καθόλου. Εν πάση περιπτώσει, οτιδήποτε σε ευχαριστεί, θα το κάνω”.
Όσο για το live στην ταράτσα, που είναι και η τελευταία δημόσια εμφάνιση της μπάντας, συνοδεύτηκαν στο πιάνο από τον Billy Preston και καθώς υπήρξαν σχόλια και αντιδράσεις από τους έκπληκτους Λονδρέζους, η αστυνομία προσπάθησε να μπει στο κτίριο και να δώσει ένα τέλος στο live επειδή διατάραξε τη μεσημεριανή διακοπή των τριγύρω επιχειρήσεων. Αυτό, ενέπνευσε τον Paul να τραγουδήσει στο κομμάτι της πρόζας του “Get Back” τους στίχους: "Get back, Loretta ...you've been out too long, Loretta ...you've been playing on the roofs again ...and your mummy doesn't like that ...it makes her angry ...she's gonna have you arrested! Get back, Loretta!", να απαντήσει στα χειροκροτήματα του κοινού με τη φράση "Thanks Mo!" (στη Maureen, γυναίκα του Ringo) και τον John να προσθέτει αστειευόμενος: "I'd like to say 'thank you' on behalf of the group and ourselves, and I hope we passed the audition!"
Τον Νοέμβριο του 1968, ο Paul συνειδητοποιεί ότι η διάλυση των Beatles είναι αναπόφευκτη. Σε μία προσπάθεια αποφυγής του μοιραίου, πείθει τον John και τον George να κάνουν μία ή και δύο συναυλίες. Ο Paul πιστεύει ότι αυτές οι δύο συναυλίες μπορούν να βοηθήσουν να ξεπεραστούν τα μεταξύ τους προβλήματα, λόγω της προσέλευσης κόσμου. Ίσως με αυτό τον τρόπο οι σχέσεις τους να αναθερμανθούν. Προσπαθεί να κλείσει Royal Albert Hall και το Roundhouse, αλλά δεν υπάρχουν διαθέσιμες ημερομηνίες και έτσι τα σχέδια του Paul πέφτουν στο κενό. Ο George τότε, συλλαμβάνει την ιδέα του film ντοκιμαντέρ. Οι κάμερες να είναι μέσα στο στούντιο και να καταγράφουν τις πρόβες και τις ηχογραφήσεις. Αυτό το υλικό αργότερα θα μονταριστεί και θα πρόκειται όχι για μία καινούργια ταινία των Beatles, αλλά για ένα ντοκιμαντέρ. Εφ’ όσον οι πρόβες θα πάνε καλά, τότε θα μπορούν να κλείσουν και μία ημερομηνία για το live. Όμορφα! Στις 2 Ιανουαρίου του 1969, οι Beatles συγκεντρώνονται στα Twickenham Film Studios για την πρώτη από τις τρεις εβδομάδες των γυρισμάτων. Ο John νοιώθει πολύ δύσκολα. Υπάρχουν παντού κάμερες που καταγράφουν τα πάντα και δεν υπάρχει ούτε μία ιδιωτική στιγμή. Δεν μένουν για πολύ εκεί. Μετακομίζουν στα δικά τους στούντιο της Apple, που μόλις έχουν ανοίξει. Μαζί τους είναι και ο πιανίστας Billy Preston. Προσπαθούν εκεί να φτιάξουν ένα album από τυχαίες και παλιές ηχογραφήσεις, αλλά το αποτέλεσμα προς το παρόν δεν τους ικανοποιεί. Παράλληλα, ο Paul και ο George εκνευρίζονται από την παρουσία της Yoko και ο John εκνευρίζεται που εκνευρίζονται. Ο Ringo δυσανασχετεί με όλα αυτά. Ο Billy Preston καταφέρνει πολλές φορές να καλμάρει την έντονη ατμόσφαιρα. Οι Beatles οφείλουν ένα film στην United Artists και παρ’ όλο που ο Paul προτιμάει ένα φιλμαρισμένο live concert, αυτό που τελικά παράγεται, είναι ένα 80λεπτο ντοκιμαντέρ που αφορά στις πρόβες του γκρουπ στα Twickenham Studios, στα Apple Studios και στο περίφημο live που κάνουν στην ταράτσα της Apple. Αυτό είναι το Let It Be.
Το φιλμ απεικονίζει την τελευταία εβδομάδα της περιοδείας των Rolling Stones στις ΗΠΑ με υλικό από το live στο Madison Square Garden που συμπεριλήφθηκε στο live album, Get Yer Ya-Ya's Out! (1970), με υλικό από πρόβες και ηχογραφήσεις των "Brown Sugar" & "Wild Horses", την είσοδο και το opening για τους Stones στο Madison Square Garden των Ike & Tina Turner, το σχόλιο του Mick "It's nice to have a chick occasionally" και φυσικά, το θλιβερό γεγονός του φόνου του 18χρονου Meredith Hunter από τους Hells Angels στο Altamont Speedway στο Livermore, της California στις 6 Δεκεμβρίου του 1969.
Το φεστιβάλ στο Altamont Speedway, υποτίθεται ότι θα γινόταν στο Golden Gate Park του San Francisco, αλλά δεν δόθηκε άδεια. Έτσι οι Stones, απευθύνθηκαν στο Sears Point Raceway, όπου όμως ούτε εκεί υπήρξε κάποια συνεννόηση. Κατέληξαν έτσι στο Altamont Speedway, μόλις λίγες ημέρες πριν από τη συναυλία, αλλά τα προβλήματα που λόγω χρόνου δημιουργήθηκαν, ήταν τεράστια. Τα ηχητικά δεν ήταν αρκετά για τόσο κόσμο, αλλά τα πιο σπουδαία και σημαντικά προβλήματα, ήταν οι ελάχιστες φορητές τουαλέτες και οι ανεπαρκείς πρώτες βοήθειες. Η σκηνή είχε ύψος μόνο 1,20 μ. και την περιφρουρούσαν οι Hells Angels που δρούσαν σαν κύριοι του χώρου. Το κοντρολάρισμα όμως των 300.000 θεατών, απεδείχθη πολύ δύσκολο και είχε σαν αποτέλεσμα να συμβούν 4 θάνατοι κατά τη διάρκεια της συναυλίας. Δύο σκοτώθηκαν από απροσεξία του οδηγού ενός αυτοκινήτου που πέρασε από πάνω τους την ώρα που κοιμόταν και ο τρίτος πνίγηκε πέφτοντας σε ένα χαντάκι. Ο θάνατος όμως που σημάδεψε το φεστιβάλ του Altamont (καθώς οι προηγούμενοι τρεις θεωρούνται και είναι ατυχήματα), ήταν ο φόνος του 18χρονου Meredith Hunter από τους Hells Angels. Ο Hunter, είχε επάνω του ένα μακρύκανο revolver και οι Άγγελοι της Κόλασης τον έδειραν μέχρι θανάτου. Το περιστατικό συνέβη μπροστά στη σκηνή, κάτω από τα μάτια των Stones, οι οποίοι θέλησαν να διακόψουν τη συναυλία, αλλά αναγκάστηκαν να συνεχίσουν για να αποφύγουν τα χειρότερα.
Στο Altamont, η αθωότητα και ο ιδεαλισμός έσπασαν τα μούτρα τους πάνω στον τοίχο της σκληρής πραγματικότητας. Η ανεύθυνη περιφρούρηση που πρόσφερε μία ομάδα μοτοσικλετιστών, οδήγησαν το φεστιβάλ στο χάος και στην τραγωδία. Είχαν περάσει μόνο 3½ μήνες από τον ιδεολογικό θρίαμβο του Woodstock, όπου το μόνο που όλοι χρειάζονταν ήταν αγάπη, καθαρός αέρας και μουσική. Δυστυχώς, δεν υπήρξε διέξοδος. Το Κοινό ήταν Εκεί, η Μουσική και οι Μουσικοί ήταν Εκεί, το Rock ήταν Εκεί. Αυτό που θα ‘πρεπε να είναι Εκεί, αλλά δεν ήταν, είναι οι Αρχές. Γι’ αυτό, ήταν ΚΑΙ η Τραγωδία Εκεί!!!
Το φεστιβάλ του Altamont είναι το contrast του Woodstock. Αν με το Monterey, ξεκίνησε να συμβαίνει “κάτι”, το Altamont το τέλειωσε μια και καλή.
Το περίφημο τριήμερο φεστιβάλ που έγινε στις 15, 16 & 17
Αυγούστου του 1969, στο Bethel της Νέας Υόρκης, που το παρακολούθησαν
500.000 άτομα και που το κινηματογράφησε ο Michael Wadleigh έχοντας στο μοντάζ τον Martin Scorsese.
Το περίφημο τριήμερο φεστιβάλ, που παρ’ όλη την προετοιμασία και την οργάνωση, κατέληξε γρήγορα σε μία καταστροφή από σπασμένους φράχτες, πλαστά εισιτήρια, ανεπαρκή τρόφιμα και βουνά από σκουπίδια. “We've got to get ourselves back to the garden” τραγούδησαν οι Crosby, Stills, Nash & Young, που ξεκίνησαν την καριέρα τους (σαν γκρουπ) στο φεστιβάλ του Woodstock. Το μήνυμα που έφερε το Woodstock, άλλαξε για πάντα όλα τα lives. Αρκετές εμφανίσεις καλλιτεχνών υπήρξαν μοναδικές. Ο Richie Havens, ο Joe Cocker, οι Santana, οι Ten Years After, ο Sly με τους Family Stone, οι Who, η Baez, ο Hendrix… είναι όλοι αξέχαστοι.
Στο Woodstock, κυριάρχησε το κοινοβιακό πνεύμα. Μία “ευγενική” αναρχία εμπνευσμένη από την επαναστατικότητα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, εξευγενισμένη από τη μουσική, σημαδεμένη από τη μαριχουάνα, αλλά γεμάτη από αγάπη.
Να σημειωθεί ότι στη διάρκεια των τριών αυτών ημερών, συνέβησαν 3 θάνατοι, 2 γεννήσεις και 4 αποβολές.
Την ιδέα της όλης παραγωγής τη συνέλαβε ο Mick Jagger σαν έναν έξτρα τρόπο προσέγγισης του κοινού πέρα από την “συμβατική” (δίσκοι & συναυλίες). Ο Jagger πλησίασε τον Michael Lindsay-Hogg (που είχε ήδη σκηνοθετήσει δύο promos για ισάριθμα τραγούδια των Stones) και του ζήτησε να τους κάνει ένα TV show μεγάλου μήκους. Η ιδέα του Τσίρκου, προέκυψε όταν ο Lindsay-Hogg, σκιτσάρισε έναν κύκλο πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί.
Οι Stones και οι καλεσμένοι τους, έδωσαν την παράστασή
τους στο Intertel Studio, στην Wycombe Road του Wembley, μπροστά σε ένα
κοινό που είχε προσκληθεί, ξεκινώντας στις 2 τα ξημερώματα της 11ης
Δεκεμβρίου του 1968 και τελείωσαν στις 5 το πρωί της επομένης ημέρας, με
τους Stones και το κοινό να είναι πλήρως εξαντλημένοι, αλλά με τον Jagger να
αντέχει (από τότε έπινε αυτό που πίνει μέχρι και σήμερα αλλά δεν μας
λέει τι είναι) και να επιμένει να τους κρατήσει όρθιους να πάνε μέχρι το
τέλος. Τον Jagger που στο φινάλε ήταν εντελώς απογοητευμένος από
την απόδοση όχι μόνο τη δική του, αλλά και της μπάντας του με
αποτέλεσμα να ακυρώσει την κυκλοφορία και τη μετάδοση του συγκεκριμένου
φιλμ από το BBC.
Σημειωτέον, ότι το φιλμ έχει αξία συλλεκτική, επειδή αποτελεί την τελευταία δημόσια εμφάνιση του Brian Jones με τους Rolling Stones, αλλά και τη μοναδική εμφάνιση του κιθαρίστα Tony Iommi σαν μέλος των Jethro Tull. Είναι η περίοδος που ο Iommi πριν καταλήξει στους Black Sabbath, πέρασε για λίγο από τους Tull καθώς εκείνοι έψαχναν ήδη για τον αντικαταστάτη του Mick Abrahams. Θα δούμε επίσης, και τις πρώτες προσπάθειες του Ian Anderson να παίξει φλάουτο στο ένα πόδι.
Στο φιλμ παρουσιάζονται επίσης, οι Joan Baez, Donovan, Alan Price (που έχει μόλις αφήσει τους Animals), Albert Grossman, Bob Neuwirth, Marianne Faithfull, John Mayall, Ginger Baker & Allen Ginsberg.
Αξιοσημείωτες είναι οι σκηνές που φανερώνουν το ειδύλλιο των Dylan-Baez και η έναρξη του φιλμ που λειτουργεί σαν video του τραγουδιού "Subterranean Homesick Blues".
Ο Julien Temple σκηνοθετεί τον Joe Strummer, και κερδίζει το βραβείο για το καλύτερο βρετανικό ντοκιμαντέρ του 2007. Το φιλμ κυκλοφόρησε στη Βρετανία στις 18 Μαΐου του 2007, στην Αυστραλία στις 31 Αυγούστου και στις ΗΠΑ στις 2 Νοεμβρίου του ιδίου έτους.
Ντοκιμαντέρ για τη Βρετανική μπάντα των Who, που περιλαμβάνει συναυλίες, promo films και συνεντεύξεις της περιόδου 1964-1978.
Αρχικά, επρόκειτο για τη συλλογή φωτογραφιών ενός θαυμαστή τους, του Jeff Stein ο οποίος κλήθηκε να το παίξει …σκηνοθέτης.
Ο Stein που μάζευε φωτογραφίες από τα 17 του, πλησίασε τον Pete Townshend, και του πρότεινε να κάνουν μία συλλογή από video clips, ένα περίπου ιστορικό αρχείο για τους θαυμαστές της μπάντας. Όταν αποφάσισαν να δουν τα πρώτα 17 λεπτά της δουλειάς αυτής, ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ, που αποφάσισαν να προχωρήσουν και να ολοκληρώσουν το φιλμ που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ των Καννών στις 14 Μαΐου του 1979 με τους Who να το υποστηρίζουν με lives που έδωσαν με τον νέο τους drummer, Kenney Jones.
Ντοκιμαντέρ της Otmoor Productions που κυκλοφόρησε στις 24 Μαρτίου του 2003, σκηνοθέτησε ο John Edginton και περιλαμβάνει συνεντεύξεις των μελών των Pink Floyd, Roger Waters, David Gilmour, Nick Mason, Richard Wright, καθώς και του πέμπτου μέλους Bob Klose, που άφησε τη μπάντα το 1965.
Το φιλμ εστιάζει στον Syd Barrett, που την περίοδο αυτή, είναι ο τραγουδιστής και ο κιθαρίστας της μπάντας. Η ιστορία των Pink Floyd και του Syd Barrett ξετυλίγεται μέσα από διηγήσεις μελών των Humble Pie, του drummer Jerry Shirley και του μπασίστα Jack Monck (που έπαιξαν στα albums του Syd), του παραγωγού Joe Boyd, του φωτογράφου Mick Rock, και του Duggie Fields που μοιράστηκε το διαμέρισμά του στο Λονδίνο με τον Barrett το 1968.
Η αδελφή του Barrett, το χαρακτήρισε "πολύ θορυβώδες", αν και απόλαυσε –όπως είπε- τον Mike Leonard, που αναφέρθηκε στο φιλμ ως δάσκαλός του Syd.
Το φεστιβάλ του Monterey που έγινε στις 16, 17, & 18
Ιανουαρίου του 1967 και το παρακολούθησαν 200.000 άτομα, δεν ήταν απλά
συναυλίες καλλιτεχνών σε ένα φεστιβάλ, αλλά ήταν η γιορτή μιας
κουλτούρας που βρισκόταν σε εγρήγορση. Το όχημα που το οδήγησε, ήταν το
Flower-Power, ένα ξεκάθαρο κίνημα της Δυτικής Ακτής που διακήρυξε μια
θετική φόρμα έκφρασης απέναντι στη ζωή. Ο πλουραλισμός του, αρωμάτισε το
χώρο και κινήθηκε σε ένα φάσμα από γλυκές Νεουορκέζικες μελωδίες (Simon & Garunkel), για να καταλήξει δια μέσου των Blues (Canned Heat), της Soul (Otis Redding), του Rock (Who) και την πυρομανία του Jimi Hendrix, σε μία γιορτή του Κόσμου, με τις Αφρικανικές μελωδίες του Hugh Masekela και την Ινδική ατμόσφαιρα που έφερε το sitar του Ravi Shankar.
Έγιναν απίστευτες εμφανίσεις στο φεστιβάλ αυτό. Ξεχώρισε η Janis Joplin κάνοντας ένα καταπληκτικό –εκτός ελέγχου- φινάλε στο “Ball and Chain”, οι Who που κατέστρεψαν όλα τους τα όργανα στο φινάλε τους με το “My Generation”, ο Otis Redding που έστυψε μέχρι και την τελευταία σταγόνα της παθιασμένης του Soul στο “I've Been Loving You Too Long” και ο Jimi Hendrix που έκαψε την κιθάρα του στην κυριολεξία. Το φεστιβάλ έκλεισε με την εξωτική και βαθιά ατμοσφαιρική 18λεπτη μουσική του Ravi Shankar. (Ο George Harrison, είχε ήδη “εισαγάγει” το ινδικό sitar στη Rock μουσική και ο Shankar ήταν πολύ δημοφιλής).
Να σημειωθεί εδώ, ότι όλοι οι καλλιτέχνες, έπαιξαν χωρίς αμοιβή και ακόμα ότι οι περισσότεροι, ήταν τότε σχεδόν άγνωστοι και οφείλουν πολλά από την κατοπινή τους διασημότητα στο φεστιβάλ αυτό, αλλά και στην ταινία. Γι’ αυτό και μόνο το λόγο, η ταινία θεωρείται cult.
Η συνεργασία μεταξύ μουσικών και κοινού, υπήρξε άψογη. Βλέπεις… οι μεν είχαν κάτι να πουν και οι δε, ήθελαν να το ακούσουν οπωσδήποτε. Τα στιχάκια των τραγουδιών, φέρνανε καινούργια μηνύματα: Το όνειρο για μια καλύτερη ζωή, το γκρέμισμα του κατεστημένου, η ελπίδα για μια καλύτερη διακυβέρνηση και σωστή αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων, τους έκανε όλους να νοιώθουν ότι το “California Dreamin'” των Mamas and Papas, μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Δεν έχει σημασία αν τα όνειρα βγήκαν αληθινά ή όχι. Η Ελπίδα (όπως και η Σωτηρία της Ψυχής), είναι πολύ μεγάλο πράγμα.
Τα Rockumentaries λοιπόν, είναι πάρα πολλά και μέχρι στιγμής, καλύπτουν μία παραγωγική περίοδο 46 χρόνων που σε αφήγηση, αφορούν εφτά …δεκαετίες.
Ξεκινάμε…
---------------------------
Living in the Material World: George Harrison, (Martin Scorsese, 2011)
Αφορά στη ζωή του George Harrison (1943-2001), από τα πρώιμα χρόνια στο Liverpool, μέχρι το φαινόμενο της Beatlemania, τα ταξίδια στην Ινδία και την επιρροή της Ινδικής μουσικής αλλά και της Ινδικής κουλτούρας στη μουσική του και στη ζωή του. Από τα χρόνια της καριέρας του με τους Beatles μέχρι τις δραστηριότητες και τα ενδιαφέροντά του. Περιέχει επίσης videos που δεν έχουν προηγουμένως δημοσιοποιηθεί, καθώς και συνεντεύξεις από την Olivia και τον Dhani Harrison.
Μετά τον θάνατο του George στα 2001, αρκετές εταιρίες παραγωγής πλησίασαν την Olivia προκειμένου να πάρουν τη συγκατάθεσή της για την παραγωγή ενός φιλμ που θα αφορούσε στη ζωή του συζύγου της, αλλά εκείνη αρνήθηκε, γιατί επιθυμούσε να διηγηθεί τη ζωή του μέσα από το βίντεο-αρχείο της. Έδωσε όμως το “οκ” στον Scorsese, και υπέγραψε σαν παραγωγός. Σύμφωνα με τον Scorsese, ήταν κάτι που το ήθελε πάρα πολύ, γιατί πάντα τον απασχολούσε.
"Όσο περισσότερο ζεις στον υλικό κόσμο, τόσο έχεις ανάγκη για αναζήτηση, για ηρεμία και για ανάγκη να μην αποσπάται η προσοχή σου από τα υλικά στοιχεία που σε περιτριγυρίζουν. Η μουσική του ήταν για μένα πάρα πολύ σημαντική και το καλλιτεχνικό του ταξίδι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Το φιλμ, είναι μία εξερεύνηση. Δεν ξέρουμε. Νοιώθουμε ταξιδεύοντάς το."
Έτσι, ανάμεσα στα 2008 και 2009, ο Scorsese δούλευε εναλλακτικά πότε με το Shutter Island και πότε με το ντοκιμαντέρ.
Η πρεμιέρα του, έγινε στο Liverpool στις 2 Οκτωβρίου του 2011 και μεταδόθηκε σε δύο μέρη στις ΗΠΑ και στον Καναδά (5 & 6 Οκτωβρίου) και επίσης σε δύο μέρη στη Μεγάλη Βρετανία (12 & 13 Νοεμβρίου).
Shine a Light: Rolling Stones, (Martin Scorsese, 2008)
O Martin Scorsese, φιλμογραφεί τους Rolling Stones στη συναυλία που έγινε στο Beacon Theatre στις 29 Οκτωβρίου και 1 Νοεμβρίου του 2006, που ήταν μέρος της Bigger Bang περιοδείας τους, αλλά το υλικό που χρησιμοποιήθηκε στο φιλμ, ανήκει κατά το μεγαλύτερο μέρος του, στη δεύτερη βραδιά. Το ντοκιμαντέρ πήρε το όνομά του από το ομότιτλο τραγούδι της μπάντας που βρίσκεται στο άλμπουμ Exile on Main St. του 1972. Μεταξύ των καλεσμένων ήταν και οι πρώην πρόεδροι των ΗΠΑ Bill Clinton με τη σύζυγό του Hillary και της Πολωνίας Aleksander Kwasniewski. Η διήμερη αυτή συναυλία, χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Clinton και μαζί με τους Rolling Stones, έλαβαν επίσης μέρος, οι Jack White, Buddy Guy & Christina Aguilera.
No Direction Home: Bob Dylan, (Martin Scorsese, 2005)
Η παραγωγή του No Direction Home άρχισε να παίρνει “σάρκα και οστά” όταν ο μάνατζερ του Dylan, Jeff Rosen, άρχισε να συλλέγει τις συνεντεύξεις που είχαν δώσει διάφοροι φίλοι του Bob. Ανάμεσά τους και οι συνεντεύξεις του ποιητή Allen Ginsberg, του folk τραγουδιστή Dave Van Ronk (πέθαναν και οι δύο πριν ολοκληρωθεί το φιλμ), και της παλιάς φίλης του Dylan, Suze Rotolo που δήλωσε στο περιοδικό Rolling Stone απόλυτα ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα. Σύμφωνα με ανώνυμη πηγή του περιοδικού Rolling Stone, ο ίδιος ο Dylan δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για την παραγωγή του No Direction Home. Έτσι, όταν ο Rosen συγκέντρωσε το υλικό, χρειάστηκε κάποιον να το μοντάρει και αυτός ήταν ο Martin Scorsese.
Ο τίτλος του, προέρχεται από έναν στίχο του τραγουδιού του Dylan, "Like a Rolling Stone", που βρίσκεται στο album, Highway 61 Revisited και η φωτογραφία που το συνοδεύει, δείχνει τον Dylan να στέκεται στο σημείο του Aust Ferry στο Gloucestershire της Αγγλίας, λίγο πριν τα εγκαίνια της Severn Bridge που το κατήργησε.
Last Waltz: The Band & Friends (Martin Scorsese, 1978)
Concert For Bangladesh: George Harrison & Friends (Saul Swimmer, 1972)
Έγινε στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης τον Αύγουστο του 1971 και πρόκειται για μία καταπληκτική συναυλία. Με τέτοια ονόματα που συμμετείχαν, δεν ήταν δυνατόν να μην πάει καλά. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν και η παρουσία του George που ήταν πανταχού παρών. Είχε αναλάβει τα πάντα. Σεμνός, ήσυχος και γνωστός για τις φιλανθρωπικές του δραστηριότητες, έδωσε με τη συναυλία αυτή, μία τονωτική θεραπεία στην πληγή που άφησε το Altamont. Το κοντσέρτο για το Bangladesh, ήταν –το δίχως άλλο- η στιγμή του George. Ο τρόπος και τα λόγια που χρησιμοποιούσε για να παρουσιάζει τους καλεσμένους του, τους φίλους του. Σεμνότατος και ευγενής. Αληθινός καλλιτέχνης.
Let It Be: Beatles, (Michael Lindsay-Hogg, 1970)
Είτε σαν album είτε σαν φιλμ, είναι η τελευταία επίσημη κυκλοφορία των Beatles και παρουσιάζει τα μέλη της διάσημης μπάντας, John Lennon, Paul McCartney, George Harrison & Ringo Starr, να προβάρουν τα κομμάτια στα Twickenham Film Studios, να συζητούν μεταξύ τους, και να κλείνουν την καριέρα τους αλλά και το φιλμ με το live στην ταράτσα των studios της Apple.Highlights από το φιλμ, ο Mal Evans με τα σφυριά του για την ηχογράφηση του “Maxwell’s Silver Hammer”, η Yoko και ο John που χορεύουν βαλς στο “I Me Mine” του George και η περίφημη σκηνή με την κόντρα μεταξύ Paul & George, όπου ο Paul κριτικάρει ένα riff που παίζει ο George στο τραγούδι “Two Of Us” και ο George να απαντάει: “Πες μου τι θέλεις να παίξω και θα το παίξω. Αν θέλεις να μην παίξω καθόλου, δεν θα παίξω καθόλου. Εν πάση περιπτώσει, οτιδήποτε σε ευχαριστεί, θα το κάνω”.
Όσο για το live στην ταράτσα, που είναι και η τελευταία δημόσια εμφάνιση της μπάντας, συνοδεύτηκαν στο πιάνο από τον Billy Preston και καθώς υπήρξαν σχόλια και αντιδράσεις από τους έκπληκτους Λονδρέζους, η αστυνομία προσπάθησε να μπει στο κτίριο και να δώσει ένα τέλος στο live επειδή διατάραξε τη μεσημεριανή διακοπή των τριγύρω επιχειρήσεων. Αυτό, ενέπνευσε τον Paul να τραγουδήσει στο κομμάτι της πρόζας του “Get Back” τους στίχους: "Get back, Loretta ...you've been out too long, Loretta ...you've been playing on the roofs again ...and your mummy doesn't like that ...it makes her angry ...she's gonna have you arrested! Get back, Loretta!", να απαντήσει στα χειροκροτήματα του κοινού με τη φράση "Thanks Mo!" (στη Maureen, γυναίκα του Ringo) και τον John να προσθέτει αστειευόμενος: "I'd like to say 'thank you' on behalf of the group and ourselves, and I hope we passed the audition!"
Τον Νοέμβριο του 1968, ο Paul συνειδητοποιεί ότι η διάλυση των Beatles είναι αναπόφευκτη. Σε μία προσπάθεια αποφυγής του μοιραίου, πείθει τον John και τον George να κάνουν μία ή και δύο συναυλίες. Ο Paul πιστεύει ότι αυτές οι δύο συναυλίες μπορούν να βοηθήσουν να ξεπεραστούν τα μεταξύ τους προβλήματα, λόγω της προσέλευσης κόσμου. Ίσως με αυτό τον τρόπο οι σχέσεις τους να αναθερμανθούν. Προσπαθεί να κλείσει Royal Albert Hall και το Roundhouse, αλλά δεν υπάρχουν διαθέσιμες ημερομηνίες και έτσι τα σχέδια του Paul πέφτουν στο κενό. Ο George τότε, συλλαμβάνει την ιδέα του film ντοκιμαντέρ. Οι κάμερες να είναι μέσα στο στούντιο και να καταγράφουν τις πρόβες και τις ηχογραφήσεις. Αυτό το υλικό αργότερα θα μονταριστεί και θα πρόκειται όχι για μία καινούργια ταινία των Beatles, αλλά για ένα ντοκιμαντέρ. Εφ’ όσον οι πρόβες θα πάνε καλά, τότε θα μπορούν να κλείσουν και μία ημερομηνία για το live. Όμορφα! Στις 2 Ιανουαρίου του 1969, οι Beatles συγκεντρώνονται στα Twickenham Film Studios για την πρώτη από τις τρεις εβδομάδες των γυρισμάτων. Ο John νοιώθει πολύ δύσκολα. Υπάρχουν παντού κάμερες που καταγράφουν τα πάντα και δεν υπάρχει ούτε μία ιδιωτική στιγμή. Δεν μένουν για πολύ εκεί. Μετακομίζουν στα δικά τους στούντιο της Apple, που μόλις έχουν ανοίξει. Μαζί τους είναι και ο πιανίστας Billy Preston. Προσπαθούν εκεί να φτιάξουν ένα album από τυχαίες και παλιές ηχογραφήσεις, αλλά το αποτέλεσμα προς το παρόν δεν τους ικανοποιεί. Παράλληλα, ο Paul και ο George εκνευρίζονται από την παρουσία της Yoko και ο John εκνευρίζεται που εκνευρίζονται. Ο Ringo δυσανασχετεί με όλα αυτά. Ο Billy Preston καταφέρνει πολλές φορές να καλμάρει την έντονη ατμόσφαιρα. Οι Beatles οφείλουν ένα film στην United Artists και παρ’ όλο που ο Paul προτιμάει ένα φιλμαρισμένο live concert, αυτό που τελικά παράγεται, είναι ένα 80λεπτο ντοκιμαντέρ που αφορά στις πρόβες του γκρουπ στα Twickenham Studios, στα Apple Studios και στο περίφημο live που κάνουν στην ταράτσα της Apple. Αυτό είναι το Let It Be.
Gimme Shelter: Rolling Stones (Albert & David Maysles, 1970)
Το φιλμ απεικονίζει την τελευταία εβδομάδα της περιοδείας των Rolling Stones στις ΗΠΑ με υλικό από το live στο Madison Square Garden που συμπεριλήφθηκε στο live album, Get Yer Ya-Ya's Out! (1970), με υλικό από πρόβες και ηχογραφήσεις των "Brown Sugar" & "Wild Horses", την είσοδο και το opening για τους Stones στο Madison Square Garden των Ike & Tina Turner, το σχόλιο του Mick "It's nice to have a chick occasionally" και φυσικά, το θλιβερό γεγονός του φόνου του 18χρονου Meredith Hunter από τους Hells Angels στο Altamont Speedway στο Livermore, της California στις 6 Δεκεμβρίου του 1969. Το φεστιβάλ στο Altamont Speedway, υποτίθεται ότι θα γινόταν στο Golden Gate Park του San Francisco, αλλά δεν δόθηκε άδεια. Έτσι οι Stones, απευθύνθηκαν στο Sears Point Raceway, όπου όμως ούτε εκεί υπήρξε κάποια συνεννόηση. Κατέληξαν έτσι στο Altamont Speedway, μόλις λίγες ημέρες πριν από τη συναυλία, αλλά τα προβλήματα που λόγω χρόνου δημιουργήθηκαν, ήταν τεράστια. Τα ηχητικά δεν ήταν αρκετά για τόσο κόσμο, αλλά τα πιο σπουδαία και σημαντικά προβλήματα, ήταν οι ελάχιστες φορητές τουαλέτες και οι ανεπαρκείς πρώτες βοήθειες. Η σκηνή είχε ύψος μόνο 1,20 μ. και την περιφρουρούσαν οι Hells Angels που δρούσαν σαν κύριοι του χώρου. Το κοντρολάρισμα όμως των 300.000 θεατών, απεδείχθη πολύ δύσκολο και είχε σαν αποτέλεσμα να συμβούν 4 θάνατοι κατά τη διάρκεια της συναυλίας. Δύο σκοτώθηκαν από απροσεξία του οδηγού ενός αυτοκινήτου που πέρασε από πάνω τους την ώρα που κοιμόταν και ο τρίτος πνίγηκε πέφτοντας σε ένα χαντάκι. Ο θάνατος όμως που σημάδεψε το φεστιβάλ του Altamont (καθώς οι προηγούμενοι τρεις θεωρούνται και είναι ατυχήματα), ήταν ο φόνος του 18χρονου Meredith Hunter από τους Hells Angels. Ο Hunter, είχε επάνω του ένα μακρύκανο revolver και οι Άγγελοι της Κόλασης τον έδειραν μέχρι θανάτου. Το περιστατικό συνέβη μπροστά στη σκηνή, κάτω από τα μάτια των Stones, οι οποίοι θέλησαν να διακόψουν τη συναυλία, αλλά αναγκάστηκαν να συνεχίσουν για να αποφύγουν τα χειρότερα.
Στο Altamont, η αθωότητα και ο ιδεαλισμός έσπασαν τα μούτρα τους πάνω στον τοίχο της σκληρής πραγματικότητας. Η ανεύθυνη περιφρούρηση που πρόσφερε μία ομάδα μοτοσικλετιστών, οδήγησαν το φεστιβάλ στο χάος και στην τραγωδία. Είχαν περάσει μόνο 3½ μήνες από τον ιδεολογικό θρίαμβο του Woodstock, όπου το μόνο που όλοι χρειάζονταν ήταν αγάπη, καθαρός αέρας και μουσική. Δυστυχώς, δεν υπήρξε διέξοδος. Το Κοινό ήταν Εκεί, η Μουσική και οι Μουσικοί ήταν Εκεί, το Rock ήταν Εκεί. Αυτό που θα ‘πρεπε να είναι Εκεί, αλλά δεν ήταν, είναι οι Αρχές. Γι’ αυτό, ήταν ΚΑΙ η Τραγωδία Εκεί!!!
Το φεστιβάλ του Altamont είναι το contrast του Woodstock. Αν με το Monterey, ξεκίνησε να συμβαίνει “κάτι”, το Altamont το τέλειωσε μια και καλή.
Woodstock: 3 Days of Peace & Music (Michael Wadleigh, 1970)
Το περίφημο τριήμερο φεστιβάλ, που παρ’ όλη την προετοιμασία και την οργάνωση, κατέληξε γρήγορα σε μία καταστροφή από σπασμένους φράχτες, πλαστά εισιτήρια, ανεπαρκή τρόφιμα και βουνά από σκουπίδια. “We've got to get ourselves back to the garden” τραγούδησαν οι Crosby, Stills, Nash & Young, που ξεκίνησαν την καριέρα τους (σαν γκρουπ) στο φεστιβάλ του Woodstock. Το μήνυμα που έφερε το Woodstock, άλλαξε για πάντα όλα τα lives. Αρκετές εμφανίσεις καλλιτεχνών υπήρξαν μοναδικές. Ο Richie Havens, ο Joe Cocker, οι Santana, οι Ten Years After, ο Sly με τους Family Stone, οι Who, η Baez, ο Hendrix… είναι όλοι αξέχαστοι.
Στο Woodstock, κυριάρχησε το κοινοβιακό πνεύμα. Μία “ευγενική” αναρχία εμπνευσμένη από την επαναστατικότητα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, εξευγενισμένη από τη μουσική, σημαδεμένη από τη μαριχουάνα, αλλά γεμάτη από αγάπη.
Να σημειωθεί ότι στη διάρκεια των τριών αυτών ημερών, συνέβησαν 3 θάνατοι, 2 γεννήσεις και 4 αποβολές.
Rock and Roll Circus: Rolling Stones, (Michael Lindsay-Hogg 1996)
Φιλμ που κυκλοφόρησε στα 1996 και παρουσιάζει το event των Rolling Stones της 11ης Δεκεμβρίου 1968. Στο φιλμ αυτό, συμμετέχουν επίσης, οι Who, οι Taj Mahal, η Marianne Faithfull, οι Jethro Tull και το σούπερ γκρουπ Dirty Mac που αποτελείται από τους John Lennon, Yoko Ono, Eric Clapton, Mitch Mitchell & Keith Richards.Την ιδέα της όλης παραγωγής τη συνέλαβε ο Mick Jagger σαν έναν έξτρα τρόπο προσέγγισης του κοινού πέρα από την “συμβατική” (δίσκοι & συναυλίες). Ο Jagger πλησίασε τον Michael Lindsay-Hogg (που είχε ήδη σκηνοθετήσει δύο promos για ισάριθμα τραγούδια των Stones) και του ζήτησε να τους κάνει ένα TV show μεγάλου μήκους. Η ιδέα του Τσίρκου, προέκυψε όταν ο Lindsay-Hogg, σκιτσάρισε έναν κύκλο πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί.
Σημειωτέον, ότι το φιλμ έχει αξία συλλεκτική, επειδή αποτελεί την τελευταία δημόσια εμφάνιση του Brian Jones με τους Rolling Stones, αλλά και τη μοναδική εμφάνιση του κιθαρίστα Tony Iommi σαν μέλος των Jethro Tull. Είναι η περίοδος που ο Iommi πριν καταλήξει στους Black Sabbath, πέρασε για λίγο από τους Tull καθώς εκείνοι έψαχναν ήδη για τον αντικαταστάτη του Mick Abrahams. Θα δούμε επίσης, και τις πρώτες προσπάθειες του Ian Anderson να παίξει φλάουτο στο ένα πόδι.
Dont Look Back (D. A. Pennebaker, 1967)
Το Dont Look Back (χωρίς απόστροφο στον τίτλο), παρουσιάζει την περιοδεία του Bob Dylan στη Μεγάλη Βρετανία το 1965.Στο φιλμ παρουσιάζονται επίσης, οι Joan Baez, Donovan, Alan Price (που έχει μόλις αφήσει τους Animals), Albert Grossman, Bob Neuwirth, Marianne Faithfull, John Mayall, Ginger Baker & Allen Ginsberg.
Αξιοσημείωτες είναι οι σκηνές που φανερώνουν το ειδύλλιο των Dylan-Baez και η έναρξη του φιλμ που λειτουργεί σαν video του τραγουδιού "Subterranean Homesick Blues".
Joe Strummer: The Future Is Unwritten (2007)
Ο Julien Temple σκηνοθετεί τον Joe Strummer, και κερδίζει το βραβείο για το καλύτερο βρετανικό ντοκιμαντέρ του 2007. Το φιλμ κυκλοφόρησε στη Βρετανία στις 18 Μαΐου του 2007, στην Αυστραλία στις 31 Αυγούστου και στις ΗΠΑ στις 2 Νοεμβρίου του ιδίου έτους.
The Kids Are Alright (1979)
Ντοκιμαντέρ για τη Βρετανική μπάντα των Who, που περιλαμβάνει συναυλίες, promo films και συνεντεύξεις της περιόδου 1964-1978.
Αρχικά, επρόκειτο για τη συλλογή φωτογραφιών ενός θαυμαστή τους, του Jeff Stein ο οποίος κλήθηκε να το παίξει …σκηνοθέτης.
Ο Stein που μάζευε φωτογραφίες από τα 17 του, πλησίασε τον Pete Townshend, και του πρότεινε να κάνουν μία συλλογή από video clips, ένα περίπου ιστορικό αρχείο για τους θαυμαστές της μπάντας. Όταν αποφάσισαν να δουν τα πρώτα 17 λεπτά της δουλειάς αυτής, ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ, που αποφάσισαν να προχωρήσουν και να ολοκληρώσουν το φιλμ που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ των Καννών στις 14 Μαΐου του 1979 με τους Who να το υποστηρίζουν με lives που έδωσαν με τον νέο τους drummer, Kenney Jones.
Ladies and Gentlemen: The Rolling Stones (1974)
Σκηνοθετημένο από τον Rollin Binzer, παρουσιάζει την περιοδεία των Rolling Stones στη Βόρειο Αμερική προκειμένου να υποστηρίξουν το album, Exile on Main St. του 1972.
Neil Young: Heart of Gold
Ντοκιμαντέρ του Jonathan Demme, που παρουσιάζει τον Neil Young στην πρεμιέρα των τραγουδιών του album, Prairie Wind στο Ryman Auditorium. Αυτό (το άλμπουμ δηλαδή), καλύπτει το πρώτο μέρος του φιλμ, ενώ στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται τραγούδια από όλη του την καριέρα σε ακουστική version.
http://youtu.be/xrco6zDK-mM
Syd Barrett: Crazy Diamond (2003)
Ντοκιμαντέρ της Otmoor Productions που κυκλοφόρησε στις 24 Μαρτίου του 2003, σκηνοθέτησε ο John Edginton και περιλαμβάνει συνεντεύξεις των μελών των Pink Floyd, Roger Waters, David Gilmour, Nick Mason, Richard Wright, καθώς και του πέμπτου μέλους Bob Klose, που άφησε τη μπάντα το 1965. Το φιλμ εστιάζει στον Syd Barrett, που την περίοδο αυτή, είναι ο τραγουδιστής και ο κιθαρίστας της μπάντας. Η ιστορία των Pink Floyd και του Syd Barrett ξετυλίγεται μέσα από διηγήσεις μελών των Humble Pie, του drummer Jerry Shirley και του μπασίστα Jack Monck (που έπαιξαν στα albums του Syd), του παραγωγού Joe Boyd, του φωτογράφου Mick Rock, και του Duggie Fields που μοιράστηκε το διαμέρισμά του στο Λονδίνο με τον Barrett το 1968.
Η αδελφή του Barrett, το χαρακτήρισε "πολύ θορυβώδες", αν και απόλαυσε –όπως είπε- τον Mike Leonard, που αναφέρθηκε στο φιλμ ως δάσκαλός του Syd.
Monterey International Pop Festival (D. A. Pennebaker, 1968)
Έγιναν απίστευτες εμφανίσεις στο φεστιβάλ αυτό. Ξεχώρισε η Janis Joplin κάνοντας ένα καταπληκτικό –εκτός ελέγχου- φινάλε στο “Ball and Chain”, οι Who που κατέστρεψαν όλα τους τα όργανα στο φινάλε τους με το “My Generation”, ο Otis Redding που έστυψε μέχρι και την τελευταία σταγόνα της παθιασμένης του Soul στο “I've Been Loving You Too Long” και ο Jimi Hendrix που έκαψε την κιθάρα του στην κυριολεξία. Το φεστιβάλ έκλεισε με την εξωτική και βαθιά ατμοσφαιρική 18λεπτη μουσική του Ravi Shankar. (Ο George Harrison, είχε ήδη “εισαγάγει” το ινδικό sitar στη Rock μουσική και ο Shankar ήταν πολύ δημοφιλής).
Να σημειωθεί εδώ, ότι όλοι οι καλλιτέχνες, έπαιξαν χωρίς αμοιβή και ακόμα ότι οι περισσότεροι, ήταν τότε σχεδόν άγνωστοι και οφείλουν πολλά από την κατοπινή τους διασημότητα στο φεστιβάλ αυτό, αλλά και στην ταινία. Γι’ αυτό και μόνο το λόγο, η ταινία θεωρείται cult.
Η συνεργασία μεταξύ μουσικών και κοινού, υπήρξε άψογη. Βλέπεις… οι μεν είχαν κάτι να πουν και οι δε, ήθελαν να το ακούσουν οπωσδήποτε. Τα στιχάκια των τραγουδιών, φέρνανε καινούργια μηνύματα: Το όνειρο για μια καλύτερη ζωή, το γκρέμισμα του κατεστημένου, η ελπίδα για μια καλύτερη διακυβέρνηση και σωστή αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων, τους έκανε όλους να νοιώθουν ότι το “California Dreamin'” των Mamas and Papas, μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Δεν έχει σημασία αν τα όνειρα βγήκαν αληθινά ή όχι. Η Ελπίδα (όπως και η Σωτηρία της Ψυχής), είναι πολύ μεγάλο πράγμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου